Η κυβέρνηση «διαπραγματεύεται» και η οικονομία... βουλιάζει

Την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει την ατέρμονη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, αναζητώντας ένα «φύλλο συκής» προκειμένου να δικαιολογήσει όλα όσα είναι πρόθυμη να υπογράψει, η πραγματική οικονομία στενάζει υπό το βάρος της αβεβαιότητας, όπως αποδεικνύουν τόσο τα στοιχεία του ΙΟΒΕ για την καταναλωτική εμπιστοσύνη και πολύ περισσότερο η κατάσταση που επικρατεί στον τομέα της μεταποίησης (στοιχεία PMI της Markit).

Παράλληλα, για μία ακόμη φορά, η Ελλάδα αποδεικνύεται πρωταθλήτρια στην ανεργία, μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Eurostat αφορούν τον Δεκέμβριο του 2016, όπου το ποσοστό έφθασε στο επίπεδο του 23,1%.
Εξετάζοντας τα επιμέρους στοιχεία από την έκθεση του ΙΟΒΕ, παρά τη βελτίωση του δείκτη οικονομικού κλίματος στις 93,4 μονάδες τον Μάρτιο (από 92,9 τον προηγούμενο μήνα), διαπιστώνει ότι ένας εκ των βασικών παραγόντων στήριξης της οικονομίας, οι καταναλωτές, παραμένουν απόλυτα απαισιόδοξοι για το μέλλον. Απόλυτα φυσιολογική αντίδραση, θα μπορούσε να υπογραμμίσει κάποιος, με δεδομένη την υπέρμετρη φορολογία, τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση των αποδοχών, για όσους τουλάχιστον συνεχίζουν να έχουν ακόμη εργασία.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση του ΙΟΒΕ ένας από τους κύριους λόγους για την υποχώρηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης είναι ότι τα νοικοκυριά ανησυχούν εξαιρετικά λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης την οποία βιώνουν, δεν «βλέπουν» θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία και παράλληλα, ενώ η αποταμίευσή τους έχει υποχωρήσει σε νέο ιστορικό χαμηλό.
Είναι κάτι παραπάνω από χαρακτηριστική η αναφορά του ΙΟΒΕ για την καταναλωτική εμπιστοσύνη -η οποία βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 2013 – καθώς τονίζει ότι «η αβεβαιότητα από την παρατεταμένη διαδικασία αξιολόγησης του προγράμματος και κυρίως η επερχόμενη οριστικοποίηση νέων δημοσιονομικών μέτρων, τα οποία συνεπάγονται μελλοντικά πρόσθετες περικοπές και φορολογικές επιβαρύνσεις για τα νοικοκυριά».
«Βουτιά» στη μεταποίηση
Ο Μάρτιος αποδεικνύεται ως ένας ακόμη μήνας κατά τον οποίο η ελληνική μεταποίηση παρέμεινε σε πορεία συρρίκνωσης, με τον αντίστοιχο δείκτη PMI της Markit, να διαμορφώνεται στις 46,7 μονάδες (από 47,7 που ήταν τον προηγούμενο μήνα) και τις προοπτικές να εμφανίζονται κάτι παραπάνω από δυσμενείς. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Μάρτιος είναι ο έβδομος διαδοχικός μήνας κατά τον οποίο η ελληνική μεταποίηση παραμένει σε... ελεύθερη πτώση.
Όπως άλλωστε υπογράμμισε ο Alex Gill, οικονομολόγος της IHS Markit, ο οποίος καταρτίζει την έρευνα του ελληνικού Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών PMI «τα στοιχεία του Μαρτίου υπέδειξαν συνεχιζόμενη ύφεση του μεταποιητικού τομέα στην Ελλάδα, καθώς η παραγωγή και οι νέες παραγγελίες εξακολούθησαν να μειώνονται με δριμύ ρυθμό. Με τη σειρά του, το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα περαιτέρω μείωση του αριθμού των εργαζομένων, επιδεινώνοντας με αυτόν τον τρόπο τα ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα ανεργίας στη χώρα.
» Νότα αισιοδοξίας αποτέλεσε το γεγονός ότι οι εταιρείες διατήρησαν τις ελπίδες τους αναμένοντας αύξηση της παραγωγής μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Ορισμένα μέλη του πάνελ προβλέπουν βελτίωση των οικονομικών συνθηκών. Το κλειδί της επιτυχίας θα ήταν η θετική κατάληξη των υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεων για το πρόγραμμα διάσωσης, η οποία θα μπορούσε να συμβάλει στην ενίσχυση της ζήτησης από τους πελάτες».

Οικονομία, covid business , ενεργειακή κρίση- Με τον Ζάκη Πολυζωίδη