Φοβού το γήρας ου γαρ έρχεται μόνον.

Άμα γεράσει ο άνθρωπος δεν έχει σωτηρία, μοιάζει με ένα γραμμάτιο που έληξε η προθεσμία(μπάρμπα-Γιάννης le chauffeur

Κρατώ το απόκομμα από το ΑΤΜ στα χέρια μου και ξύνω αμήχανα το κρανίο μου. Πάλι μειωμένη κατά τριάντα επτά ευρώ η σύνταξη. Τι θα γίνει, που θα φτάσει; Εκεί στης λύπησης του εγγυημένου ποσού; Τα 200 ευρώ; Με εισφορές στα παραγωγικά χρόνια που άγγιζαν τα 1200 ευρώ το μήνα σ’ αυτό το ευαγές ίδρυμα, το ΙΚΑ; Και οι νυν ευάλωτοι, που θα παν; Κάτω απ’ τα ραδίκια;


-Μη το κοιτάς πολύ αυτό το χαρτί γιατί ο εξ αποδώ στέκεται πάνω από το κεφάλι μας με έναν νταμπλά. Σου κοπανάει μια στο κεφάλι και πας με τον νταμπλά, στην καλύτερη περίπτωση, στο Νοσοκομείο ή στα κοιμητήρια για ύυυυυυπνο βαθύ και… το δημόσιο κράτος θα τρίβει τα χέρια του γιατί θα γλυτώσει μια σύνταξη.

Βαριά η φωνή, τραχιά.Γυρνώ το κεφάλι και βλέπω τον Κωστή, πρώην συνάδελφος στον εργασιακό βίο και τώρα συνταλαίπωρος συνταξιούχος στο club των τιμημένων γηρατιών. Άτιμα νιάτα, που άλλους τους ανεβάζαμε και άλλους τους κατεβάζαμε και πάντα διαλέγαμε τον χειρότερο διαχειριστή εξουσίας. Νάτα τώρα, πλήρωνε τα σπασμένα. Και τι φταίνε τα καμάρια μας που τα ρίξαμε στην ανεργία, στην φτώχεια, στη μιζέρια. Και τι φταίνε τα αγέννητα που τους φορτώνουμε για γενιές τα κλεμμένα.

-Ποιους ανεβάζαμε ρε Πασχάλη, τον Μητσάρα “συνάδελφοι τέρμα τα παχά τα λόϊα” ή τον Κοκό…

– Γι αυτούς που μα κυβέρνησαν μιλώ ρε Κωστή όχι για τους σωματιακούς της Χάλυψ.

Με κοίταξε κάπως απορημένος και ύστερα μονολόγησε. “Κόψε κόψε τη σύνταξη στο τέλος η Τασούλα θα με διώξει ” Τι να του πεις τώρα, μια ζωή γνωμικό ζωής τόχε “ότι φας ότι πιείς και ότι αρπάξει ο πισινός σου” Τώρα, ότι σου δώσει το ΑΤΜ, το κουτί. Σου τρώει με τις μυρουδιές τα μισά η Ρωσίδα η Τάσια στον καφενέ του Στρατή και που να βρεις άκρη. Έτσι την ονειρευτήκαμε την ζωή στη σύνταξη; Φθίνουσα, ζαρωμένη, ξεδοντιασμένη και με κρεμασμένα βυζιά και τρανούς κοιλιακούς; Σαν να μη φτάνουν αυτά έρχεται και κείνο “πες το μωρέ, πως το λένε, εδώ τόχα ρε, φτού!” Ήρεμα, θα το θυμηθείς σε ανύποπτο χρόνο και θα χαρείς που το θυμήθηκες, άσχετα με το πότε! Υποψήφιος Αλτσχαϊμερίστρας! Αλλά αυτό δεν σ’ αγγίζει εσένα. Όλους τους άλλους εκτός από εσένα.

-Που πας; Με ρώτησε άχρωμα χωρίς ενδιαφέρον για απάντηση.

–Στο καφενείο, άντε έλα πάμε παρέα. Ίσως είναι εκεί και ο μπάρμπα-Χρήστος, τον θυμάσαι; Δούλευε στο ξυλουργείο εργάτης. Σκέφτηκε για λίγο κουρασμένα, ύστερα έστριψε τους πεταχτούς βολβούς των ματιών του προς τον ουρανό σα να περίμενε βοήθεια για το εξώφθαλμο και…

–Ναι πάμε, γιατί όχι. Και τράβηξε κατά το γήπεδο. Ούτε το καφενείο είναι προς τα κει ούτε το σπίτι του. Ποιος ξέρει, ίσως ο θείος Άλτση ή η Ξεκοκκαλιάροβα τον τράβηξαν.

Τον έβλεπα που έφευγε με κείνο το περίεργο βάδισμα και μουρμούρισα λυπημένα “Α ρε Κωστή, που είναι τα νιάτα σου που ανέβαινες πάνω στη κορυφή του σιλό από τον ασβέστη εκεί στην κατεργασία αποβλήτων κάτασπρος για να επισκευάσεις την αντλία και χάζευες τον περίγυρο έτσι, για να δικαιώνεις την μάνα σου την Τριανταφυλλιά που πάντα έλεγε πως μια μέρα θα ανέβαινες πολύ ψηλά.”

Ανηφορικός ο δρόμος και τα ρημάδια άρχισαν να ξεραίνονται. Μια η μέση, μια ο γοφός, μια το γόνατο, να και η ποδάγρα με ανεβασμένο το ουρικό οξύ… τι το θέλεις τώρα το ούζο. Στα μισά παράτησα την ιδέα για το καφενείο και τράβηξα για το σπίτι.

Μαύρισε ο ουρανός από κατάφορτα σύννεφα και σκοτείνιασε καταμεσήμερο ο τόπος. Σε λίγο άρχισε να ρίχνει τις σταγόνες του. Χοντρές και αραιές στην αρχή και ύστερα στο πυκνό και δυνατό. Δρόσισε με μιάς. Κάθισα μπροστά στο φαγητό και τα μάτια μου κόλλησαν έξω στη βροχή. Στο μυαλό μου περνούσαν εικόνες, φωνές, γέλια. Νέοι, τρελαμένοι, δυνατοί. Νόμιζες θα αγκαλιάσεις όλο τον κόσμο. Νόμιζες όλος ο κόσμος ήσουν εσύ. Νόμιζες όλοι κοιτούσαν εσένα, ζούσαν για σένα, ανέπνεαν για σένα, αγαπούσαν μόνο εσένα. Κι ύστερα γέλια, χαρές, παιδιά, αγώνας, αγωνία… κι ύστερα τίποτε. Ησυχία, μοναξιά και σύνταξη. Και όλα αυτά μονορούφι σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό στην κάψα μιας ερήμου. Νιώθεις πως απομακρύνεσαι απ’ τη ζωή ή πως αυτή σε απομακρύνει από κοντά της αργά αλλά σταθερά. Κόβονται ένα ένα όλα τα προνόμια, όλοι οι δεσμοί απ’ τη ζωή και συ δεν μπορείς να δεις πίσω από την κουρτίνα της ανημπόριας σου το αύριο που σου κρύβεται επιμελέστατα. Αρχίζεις και δέχεσαι πια τις ταπεινώσεις της ζωής με στωικότητα. Προσαρμόζεσαι, αποδέχεσαι, περιμένεις.

Ελαφρύ το φαγητό μου κάθεται βαρύ στο στομάχι. Λίγη σόδα και πάω για μεσημεριανή σιέστα. Με κοιτάζει περίεργα η γυναίκα μου. Ποτέ της δεν θυμάται να με είδε να κοιμάμαι μεσημέρι και τώρα… Ούτε κι εγώ με είδα. Συμβαίνουν πρωτόγνωρα πράγματα στη ζωή των γηρατιών. Και όλα είναι αξιολύπητα αν δεν τα σαρκάσεις. Ξέρεις πως είναι κρυμμένος κάπου εκεί και σε παραμονεύει. Και είναι το μόνο σίγουρο σ’ αυτό τον κόσμο πως κάποια μέρα θα σε πλησιάσει, και θα τον βλέπεις μονάχα εσύ, για να σου πει “Άϊντε ήρθε η ώρα, πάμε” . Και συ προετοιμασμένος(;) θα του πεις χαριτολογώντας “που πάμε, για χορό ή άτα;”

Βραδιάζει . Γύρισε η γη και το φως του ήλιου φέγγει τώρα την άλλη πλευρά. Γεμίζει η νύχτα σκιές και οι αλήθειες κρύβονται. Αλαφροπερπατάει το κακό σαν αερικό και χάνεται στο σκοτάδι αφού κάνει τα δικά του. Κλειδαμπαρώνονται οι πόρτες και τα παράθυρα, σφαλίζουν οι καρδιές, σφαλίζουν και τα βλέφαρα από τη νύστα και τα χείλη από λόγια. Σκυλιά αλυχτούν, κουκουβάγιες φωνάζουν, γρύλοι ζητούν την αδελφή ψυχή. Και συ κουρνιασμένος στο στρώμα κλείνεις τα μάτια να ξεκουράσεις σώμα και ψυχή.

Αύριο θάναι μια άλλη μέρα για τους ζωντανούς. Κι αυτή η νύχτα που πέρασε ήταν, όπως και κάθε νύχτα, για τα τολμηρά νιάτα.
Πασχάλης
Χαρισμένο σε όλους τους συναδέλφους μου που πέρασαν το κατώφλι της συντάξιμης ζωής. Και μια συμβουλή για τους ενεργούς εργάτες. Μη γερνάτε. Ούτως ή άλλως φροντίζει γι αυτό το καλό μας πολιτικό σύστημα και η σύνταξη θα ακολουθεί το προσδόκιμο.


Οικονομία, covid business , ενεργειακή κρίση- Με τον Ζάκη Πολυζωίδη